- Antrag
- Antrag[ˈantraːk, pl: ˈantrɛːgə]<-(e)s, -träge> m1. (Gesuch) αίτηση f,• einen stellen κάνω/υποβάλλω μια αίτηση,• einen bearbeiten εξετάζω μια αίτηση,• einem stattgeben κάνω δεκτό ένα αίτημα2. (JUR) αίτηση f,• Aufnahme des s der Parteien αποδοχή της αίτησης των διαδίκων,• Bindung an den δέσμευση στην αίτηση,• auf Eintragung ins Grundbuch αίτηση καταχώρισης στο κτηματολόγιο,• auf Entscheidung nach Lage der Akten αίτηση για απόφαση κατά τη δικογραφία,• auf Erlass einer einstweiligen Verfügung αίτηση έκδοσης ασφαλιστικού μέτρου,• auf Erlass eines Mahnbescheides αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής,• auf Erlass eines Strafbefehls αίτηση για έκδοση εντάλματος επιβολής ποινής,• auf Eröffnung des Hauptverfahrens αίτηση για έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας,• auf Wiedereinsetzung in den vorigen Stand αίτηση για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση,• auf Verfahrenseinstellung αίτηση για αναστολή της δίκης,• auf Wiederaufnahme des Verfahrens αίτηση αναψηλάφησης,• auf des Klägers αίτηση κατόπιν αιτήσεως του ενάγοντος3. (Formular) αίτηση f, έντυπο nt αίτησης4. (POL) πρόταση f5. (Heirats) πρόταση f γάμου
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.